διαμορφώνω

διαμορφώνω
διαμορφώνω, διαμόρφωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαμορφώνω — (Α διαμορφῶ, όω) 1. δίνω μορφή και σχήμα σε κάτι, σχηματίζω 2. διαπλάθω ηθικά ή πνευματικά αρχ. διευθετώ, τακτοποιώ …   Dictionary of Greek

  • διαμορφώνω — διαμόρφωσα, διαμορφώθηκα, διαμορφωμένος, προσδίδω σε κάτι σχήμα, σχηματίζω, διαπλάθω ηθικά και πνευματικά: Η διαπαιδαγώγηση διαμορφώνει το χαρακτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 …   Dictionary of Greek

  • διαπλάσσω — και διαπλάττω (AM διαπλάσσω και διαπλάττω) 1. διαμορφώνω, δίνω μορφή και σχήμα 2. διαπαιδαγωγώ, διαμορφώνω τον χαρακτήρα αρχ. 1. αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο 2. φρ. «διαπλάσσω πηλῷ» επιχρίω με πηλό …   Dictionary of Greek

  • επιμορφώ — ἐπιμορφῶ, όω (AM) διαμορφώνω, σχηματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορφώ «διαμορφώνω» (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

  • θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • μορφώνω — (ΑΜ μορφῶ, όω, Μ και μορφώνω, Α και μορφῶ, άω) [μορφή] 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα», Αιν. Τακτ.) 2. (το παθ.) μορφοῡμαι, όομαι, μορφώνομαι διαπλάσσομαι,… …   Dictionary of Greek

  • συνδιασχηματίζω — ΜΑ μσν. (μόνο το μέσ.) συνδιασχηματίζομαι διαμορφώνομαι για έναν συγκεκριμένο σκοπό ταυτόχρονα με κάτι άλλο αρχ. διαμορφώνω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διασχηματίζω, ομαι «δίνω σχήμα, διαμορφώνω»] …   Dictionary of Greek

  • αδιαμόρφωτος — η, ο (Α ἀδιαμόρφωτος, ον) αυτός που δεν έχει πάρει ακόμη την τελική του μορφή, ασχημάτιστος, αδιάπλαστος, αφορμάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαμορφώνω, διαμορφῶ] …   Dictionary of Greek

  • ανασχηματίζω — 1. σχηματίζω πάλι κάτι κατεστραμμένο, του ξαναδίνω την αρχική του μορφή, ανασυνιστώ 2. μετασχηματίζω, αναμορφώνω, διαμορφώνω κάτι διαφορετικά με πρόθεση να το βελτιώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. ανα * + σχηματίζω. ΠΑΡ. ανασχηματισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”